ἀνιστορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνιστορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνιστορῶ Δαρδαν. Θήρ. Ἰκαρ. Νάξ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Χίος (Καρδάμ.) – ΓἘπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,229 ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 84 ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 35 ΜΠαπανικολ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 380 - Λεξ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Δημητρ. ἀ’στορῶ Πάρ. (Λεῦκ) ἀ’στουρῶ Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. ἀνιστουράου Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀναστορῶ Ἤπ. Κάρπ. Α. Κρήτ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀναστουράου Ἤπ. (Ζαγόρ. Ζίτσ.) ἀνεστορῶ Ἀμοργ. Ἀστυπ. Θήρ. Κάλυμν. Κίμωλ. Α. Κρήτ. Κύθν. Μῆλ. Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Ἀπύρανθ. Καλόξ. Φιλότ.) Νίσυρ. Σέριφ. ἀνιστουρῶ Λέσβ. Σάμ. ἀνεστερῶ Νίσυρ. ἀνιστορίζω ΣΣκίπη Νύχτ. πρωτομαγ. 52 ἀναστορίζω Δ. Κρήτ. ἀνεστορίζω Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) ᾿νιστορῶ Ρόδ. ᾿ναστορῶ Κῶς Ρόδ. Σύμ. ᾿νεστορῶ Κάλυμν. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Σάμ. Τῆλ. ᾽νεστορίζω Νίσυρ. Ρόδ. Μέσ. ἀνιστοροῦμαι Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Κύθηρ. Χίος ἀναστοροῦμαι Ἀντικύθ. Ἀστυπ. ἀναστεροῦμαι Κρήτ. ἀνεστοροῦμαι Κάρπ. Κύθηρ. ἀριστεροῦμαι Χίος (Καλαμ.) ἀρεστοροῦμαι Κρήτ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνιστορῶ = ἑρωτῶ νὰ μάθω. Τὸ ἀναστορῶ, εἰς ὃ ὑπεισῆλθεν ἡ πρόθ. ἀνὰ παρετυμολογικῶς, καὶ μεσν. Περὶ τῆς προθ. πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,312 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 27. Τὸ ἀνιστοροῦμαι καὶ ἀναστοροῦμαι καὶ ἐν Ἐρωφίλ. Πρόλ. 75 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) καὶ ἰντερμ. Β 102 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
1) Ζητῶ νὰ εὕρω, ἀναζητῶ Ἀμοργ. Θήρ. Κάλυμν. Σύμ. Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ.: ᾿Ναστορῶ τὴν αἶγα Σύμ. Ὁ βοσκὸς ’ναστορᾷ τὰ πρόβατα αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Θεοφρ. Φυτ. αἰτ. 1,5,5 «δεῖ δὲ ἀκριβέστερον ὑπὲρ αὐτοῦ σκέψασθαι καὶ ἀνιστορῆσαι τὰς αὐτομάτους γενέσεις». β) Ζητῶ, ἀπαιτῶ Σέριφ.: Ἀφοῦ τ᾿ ἀνεστόρησε ὁ δεῖνα τὰ λεπτά του δυˬὸ τρεῖς μῆνες, ἀπὸ χολόσκασι πῆγε (ἀπέθανε). γ) Ζητῶ πληροφορίας περί τινος Κάλυμν.: Ἐν τὸν ἠνεστόρησε καθόλου. 2) Παρατηρῶ, προσέχω Κάλυμν. Νίσυρ. Ρόδ.: Δὲ σ᾽ ἐνεστόρησα ποῦ ἦρθες Νίσυρ. ᾿Νεστόρησε! (ἔλα ’ς τὸν ἑαυτόν σου, πρόσεχε) Κάλυμν. Ἐνεστόρησα τὰ πράτα καὶ λείπει ἕνα Ρόδ. β) Βλέπω, διακρίνω, παρατηρῶ Νάξ. (Ἀνω Ποταμ. Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἀ. - ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Ἐσουρούπωσε καὶ δὲν ἀνεστορᾷ κἀνεὶς Ἀπύρανθ. Ὅ,τι καὶ ἀνεστορῶ (ὅ,τι καὶ = μόλις) Φιλότ. ᾿Επῆες τσιˬ ἀνεστόρησες, εἶναι σωστά; Ἄνω Ποταμ. Τὸν ἀ’στορ’σάμε δὰ τὸν κωπελλιˬάρι Λεῦκ. || Ποίημ. Μέσα ᾽ς τὰ δέντρα ἀνιστοράει πουλλάκιˬα φωλεˬασμένα κιˬ ἄλλα ποῦ πέτουνται ψηλὰ καὶ σκίζουν τὸν ἀέρα ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. 3) Αἰσθάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι Κῶς Νίσυρ. Σάμ.: Ὁ ἄρρωστος δὲν ἀνεστέρησε τὸ γιˬατρὸ Νίσυρ. Δὲν ἀνιστουροῦσι ἀπ᾿ τοὺ μιθύσ’ Σάμ. Αὐτὸς οὑ ἄθρουπους εἶνι βαρεˬά, δὲν ἀνιστουράει αὐτόθ. 4) Ἐννοῶ, ἠξεύρω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κάλυμν. Κῶς κ.ἀ.: Δὲν ἀναστουράει ποῦ πάν Ζαγόρ. Δὲν ᾿νεστορᾷ εἶντα τοῦ 'ένεται ὁ κόσμος Κάλυμν. Ἡ δούλα δὲ ᾽νεστορᾷ νὰ κάμῃ κἀμμιὰ δουλε͜ιὰ αὐτόθ. ’Κεῖνος ᾿ἐν ’νεστορᾷ καλὰ καλὰ εἶντα τοῦ γίνεται Κῶς ᾿Εν ᾿ναστορᾷς μὲ ποῦ ᾽σαι μὲ ποῦ ᾽σουν (μὲ = μηδὲ) αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. ᾿Εν ᾿νεστορᾷ νὰ μοιράσῃ δυˬὸ γαδάρων ἄχερα (ἐπὶ ἀνοήτου) αὐτόθ. 5) Διηγοῦμαι, ἐξιστορῶ Ἀμοργ. Ἤπ. (Χουλιαρ.) Θήρ. Κάλυμν. Κρήτ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Ρόδ. κ.ἀ. -ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. ΓἘπαχτίτ. ἔνθ’ ἀν.: Ἔκατσε καὶ τοῦ τ’ ἀνιστόρησε μὲ τὸ νῦ καὶ μὲ τὸ σἴγμα Ὀλυμπ. ᾿Νιστόρησέ μου πῶς ἦτο. - Δὲ μπορῶ νὰ σοῦ τὸν ’νιστορήσω Ρόδ. Δείχνει [ὁ δάσκαλος] ’ς τὰ παιδιˬὰ τὸν προπάλαιο πρόγονό τους... κιˬ ἀνιστορεῖ μὲ λόγιˬα περισσὰ τὴ δόξα τους (τὸν πρόγονο = τὴν εἰκόνα τοῦ προγόνου) ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Μᾶς τὸν εἶχε ἀνιστορήσει τόσες φορὲς κι ἀκόμα δὲ χορταίναμε νὰ τὸν ἀκούμε ΓἘπαχτίτ. ἐνθ’ ἀν. β) Ἐμφανίζω, παρουσιάζω τι ΜΠαπανικολ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Ν’ ἀνιστορᾷς ’ς τὸ βλέμμα σου χαρὲς μαζὶ καὶ λύπες, πόθους, παλμούς, ὀνείρατα, φιλε͜ιά, ἀγκαλεˬὲς καὶ χάδια. γ) Ζωγραφίζω Νίσυρ.: ᾎσμ. Χάρες, χαρίσματα Θεοῦ σ᾽ ἔχουν ᾿νεστορισμένο͵ κ᾽ εὐγενικὸ καὶ ταπεινό, πολλὰ χαριτωμένο. Ἡ σημ. καὶ μεσν. 6) ’Ενεργ. καὶ μεσ. ἀνακαλῶ τι εἰς τὴν μνήμην μου, ἐνθυμοῦμαι Ἀντικύθ. Ἀστυπ. Θήρ. Ἰκαρ. Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Λέσβ. Μῆλ. Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Ἀπύρανθ. Καλόξ.) Νίσυρ. Πόντ. (Χαλδ.) Ρόδ. Χίος (Καλαμ.) κ.ἀ.: Δὲν ἀνεστορῶ τίποτα Κίμωλ. Ἀ’στουρῶ τ᾿ν ἡμέρα ποῦ πῆγα ᾽ς τοὺ δεῖνα μέρους Λέσβ. Ἀ᾿στουρῶ τὴ φουρτούνα ποῦ πέρασα ᾿ς τοὺ ταξίδ’ αὐτόθ. Δὲ μπορῶ νὰ τὸν ᾽νιστορήσω Ρόδ. Ὅ,τι τσαὶ τ᾿ ἀνεστορῶ (μόλις τὸ ἀν.) Καλόξ. Δὲν ἀνεστοροῦμαι εἶdα τό ᾽καμα Α. Κρήτ. Τ᾽ ἄκουσα, μὰ δὲν τ’ ἀριοτεροῦμαι Καλαμ. Κάθομαι καἰ ἀνιστοροῦμαι Κύθηρ. || ᾌσμ. Ἀπόψε τὰ ματάκιˬα μου ἔκλαψαν τὰ καηˬμένα, γιˬατὶ ἀναστορηθήκανε βάσανα περασμένα Ἀντικύθ. Ἀνιστοροῦμαι τοῦ πουλλιˬοῦ ᾿κείνου τοῦ παινεμένου, ’κείνου ποῦ λείπει ’ς τὰ μακρεˬὰ καὶ τ᾿ ἀνεζητημένου Κάρπ. Ἡ μέρα μὲ παρηγορᾷ κ᾿ ἡ νύχτα μὲ πληγώνει κιˬ ὅντες σοῦ ἀνιστορηθῶ, τὸ αἷμα μου παγώνει αὐτόθ. Ἀνεστορήσου τσοὶ βραδε͜ιὲς καὶ τσοὶ νυχθιˬὲς θυμήσου ἀποὺ καdαδωρίζαμε, μικρή μου, ᾿ς τὴν αὐλή σου Κρήτ. Τὸ δρόμον τὸ πορπάτενες νερὸν νὰ μὴ εὑρισκᾶται, κιˬ ὄντας διψᾷς καὶ καίεσαι, ν’ ἀναστορῇς ἐμένα Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Εστ. 143 (ἕκδ. JLambert) «πάντοτε εἰς πέτραν κάθεται, θρηνεῖ, μοιρολογᾶται, | τὴν συντροφίαν του ἀνιστορεῖ καὶ πνίγει τὸν ἡαυτόν του». Συνών. ἀναγορεύω 1 β, ἀναθιβάλλω Β 2, ἀναθυμίζω, ἀνακαλῶ 4, ἀναμνε͜ιέμαι 1, ἀνανοῶ 6, θυμᾶμαι. Καὶ μεταβιβαστ. κάμνω τινὰ νὰ ἐνθυμηθῇ τι, ὑπενθυμίζω Κρήτ. κ.ἀ.: Ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ ἀναστορήσω Κρήτ. Ἀνεστόρησέ με ἐδὰ ποῦ δὰ πάμε ᾽ς τὸ σπίτι νὰ σοῦ τὸ δώσω αὐτόθ. β) Ἀναπολῶ εἰς τὴν μνήμην μου γεγονότα, πρόσωπα καὶ πράγματα τῆς μικρᾶς ἡλικίας, τῶν παιδικῶν χρόνων Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ἀναστορῶ τὸν πάππο μ᾿ - τὴν καλομάννα μ᾿ (τὴν μάμμην μου) Τραπ. Χαλδ. Ἀναστορεῖς ὁντὰν ἔσ’νε μικρὸς κ᾿ ἔπαιζες μετ᾽ ἔμεν; αὐτόθ. Ἔχω ἀναστορεμέντσαν τὴ μάννα μ᾽ (ἀναπολῶ εἰς τὴν μνήμην μου τὴν μορφὴν τῆς μητρός μου) Χαλδ. Μετοχ. ἀναστορεμένος = περασμένος, παλαιὸς (ἐκ τῆς σημ. τῆς ἀναπολήσεως πραγμάτων παρελθόντων) Πόντ. (Κερασ.): Ἄψ τ᾿ ἀναστορεμένα (ἄψ = ἄφες). γ) Σκέπτομαι, συλλογίζομαι Κρήτ. Κύθηρ.: Ἐσὲν ἀνεστοροῦμαι Κρήτ. 7) Ἐνδιαφέρομαι, φροντίζω περί τινος Κάλυμν. : Κάθε μέρα ᾽νεστορᾷ το καὶ στέλ-λει του τὸ ψωμάκι. Τρεῖς ἡμέρες ἠκάθητο θεόκλειστος καὶ ᾿ὲν τὸν ἠνεστόρησε ψυή. ᾿Εν ἀνεστορᾷ τίποτις γιˬὰ τὸ σπίτι του ἢ ᾿ὲν ᾽νεστορᾷ τὸ σπίτι του. Μετοχ. ᾿νεστορημένος, ὁ περὶ οὗ λαμβάνεται ἢ ἐλήφθη φροντίς : ᾽Νεστορημένη τὴν ἔχουσι͵ ἠξέννο͜ιασε πλεˬὸ ἡ μάννα της.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA