ἄνιφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνιφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄνιφτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀ’φτους βόρ. ἰδιώμ. ἄνιφτε Τσακων. ἀνάνιφτος Πόντ. ἀνά’φτους Λέσβ. ἄνιφος Πόντ. (Χαλδ.) ἄ’βους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄνιπτος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ τύπ. ἄνιφος ἐκ τοῦ ἄνιφτος κατὰ τὸ σχῆμα ἄγναφτος - ἄγναφος, ἄγραφτος - ἄγραφος, ἀρραφτος - ἄρραφος. 1) Ὁ μὴ νιφθεὶς ἰδίᾳ τὸ πρόσωπον καὶ τὰς χεῖρας, ἄνιπτος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄνιφτος εἶσ᾿ ἀκόμα; Τι’ μοῦ κάθεσαι ἔτσι ἄνιφτη πρωὶ πρωί; κοιν. Ἔχει ἄνιφτα τὰ χέριˬα του Α.Ρουμελ. (Ἀγχίαλ.) Ἄνιφτα ἔχω τὰ μοῦτρα μου Ἀθῆν. Μὴν πί’ς καφὲ ἄ’φτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Δὲν κάνει νὰ τρῶς ἄνιφτος (πβ. καὶ Ματθ. Εὐαγγ. 15,20 «ἀνίπτοις χερσὶ φαγεῖν») Πελοπν. (Λακων.) Ἀσ’κώνεται καὶ bήεται ’ς τὸ φαεῖ ἄνιφτος, gρυλλομματιˬασμένος Παξ. Ἄνιφτος ἐποῖκεν τὴν εὐήν ἀτ' (ἄ. ἔκαμε τὴν προσευχή του) Κερασ. Πουρνὸ πουρνό, βρέ, τιˬ ἄνιφτους ποῦ πάς; Λέσβ. || Φρ. Ἄνιφτε, κάττ’ ἄνιφτε, ψιψίκα μὲ τὰ γέν (σκῶμμα πρὸς παιδία ἀνιπτα) Κερασ. Τραπ. || Παροιμ. Καλή ’σι, κόρη μ᾿, κιˬ ἄ’β’, καλή ᾽σι κὶ νιμμένη (ἡ καλλονὴ ἐν πάσῃ περιστάσει διαλάμπει) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Γνωμ. Ἄνιφτος φάι ἀλλὰ μὴ ᾽λημερνᾷς (φάι = φάγε, μὴ λημερνᾷς = μὴ διέρχεσαι τὴν ἡμέραν) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) || ᾌσμ. Γιˬὰ νὰ νιφτοῦν οἱ ἄνιφτοι | νὰ πιˬοῦν οἱ διψασμένοι, νὰ βάλουν κ’ οἱ γραμματικοὶ | νερὸ ᾿ς τὸ καλαμάρι (μοιρολ.) Πελοπν. (Λακων.) Ἄνιφτο͵ κακάνιφτο, | κακὰ μουντζουρωμένο, δὲν πάει ’ς τὴ μαννούλλα του | νὰ τὸ νίψῃ τὸ βρομεσμένο αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ. Συνών. ἄνιψος, ἄπλυτος. 2) Τὸ δηλ. ὡς οὐσ., τὸ ἀνδρικὸν μόριον Στερελλ. (Τριχων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA