ἀνιψάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνιψάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνίψι τό, ἀνέιν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) ἀνέψι Βάρν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Καππ. (Ἀραβάν.) - Λεξ. Κομ. Πρω. ἀνέι Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Σινώπ.) ἀνέψ’ Θρᾴκ. (Αἶν. Κασταν. Σαρεκκλ.) ἀνέ’ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνίψιˬο Κρήτ. ἀνίψο Κρήτ. ἀνίιν Κύπρ. ἀνίψι κοιν. ἀνίψ’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνιψιˬὸς κατὰ τύπ. ὑποκορ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Ὁ τύπ. ἀνέψι καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. ἀνίψο καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. (ἔκδ. Ἑνετίας 1713). Πβ. ἔκδ. ΣΞανθουδ. σ. 496.
Σημασιολογία
1) Ἐξάδελφος Καππ. (Ἀραβάν.) Κύπρ. Συνών. ἀνιψιˬὸς 1, ἀνιψούλλης 1, ξάδερφος. 2) Ὁ υἱὸς ἢ ἡ θυγάτηρ τοῦ ἀδελφοῦ ἢ τῆς ἀδελφῆς εἴτε τοῦ ἐξαδέλφου ἢ ἐξαδέλφης, ἀνεψιὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔχω δυˬὸ τρία ἀνίψιˬα ἀπὸ τὴν ἀδελφή μου κοιν. Πρῶτα ἀνέψια (τὰ τέκνα τοῦ ἀδελφοῦ), δεύτερα ἀνέψιˬα (τὰ τέκνα τοῦ πρώτου ἐξαδέλφου) Λεξ. Κομ. Ἔχω δύο ἀνέ, εἶναν ἀνεν καὶ εἷναν ἀνεὸν Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Εἶναι τοῦ διˬαβόλου ἀνίψι (ἐπὶ πανούργου. Πβ. συνών. φρ. εἶναι τοῦ διˬαβόλου κάλτσα) πολλαχ. || Παροιμ. Εἰς ὅπο͜ιον ὁ Θεὸς δὲ δίνει παιδιˬά, δίν’ ὁ διˬάβολος ἀνίψιˬα (ἐπὶ ἀτέκνου ὑφισταμένου οἰκονομικὰς ἐνοχλήσεις ἀνεψιῶν) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 72,96. Ὅτινος δὲ bέbει ὁ Θεὸς παιδί, τοῦ πέb’ ὁ διˬάολος ἀνίψα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. Συνών. ἀδερφιδερός, ἀδερφιδής, ἀδερφοπαίδι 1, ἀδερφοτέκνι, ἀδερφότεκνος, ἀνιψιˬὸς 2. 3) Ἔγγονος Κίμωλ. Πόντ. (Σινώπ. Χαλδ.) Σέριφ.: Δὲ θέλω ᾽γὼ νὰ ’νοχλιστοῦνε τ’ ἀνίψιˬα μου Κίμωλ. Συνών. ἀνιψίδι 2, ἀνιψιˬόπουλλο 2, ἀνιψιˬὸς 3, ἐγγόνι, ἔγγονος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA