ἀνογιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνογιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνογιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀνοϊˬὰ Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνογος.

Σημασιολογία

Ἀπερισκεψία, ἀφροσύνη: Ἡ ἀνοϊὰ αὐτεινοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μεγάλο πρᾶμα! Ἡ ἀνοϊὰ σου δὲν ἐμεταστάθηκε. Συνών. ἀλαφράδα, ἀλαφρομυαλιά, ἀλαφροσύνη 2, ἀλαφρωμάρα, ἀλογιστία, ἀμυαλιά, ἀμυˬαλωσύνη, *ἀναπαλαβωμός, *ἀναπαλαβωσύνη, ἀνοησία 1, ἀνοησίλα 1, βλακεία, κουταμάρα, κουτουράδα, παλαβωμάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/