ἀνόητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνόητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνόητος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀνόητους βόρ. ἰδιώμ. ἀνόετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνόγετος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνόητος.
Σημασιολογία
1) Ἄφρων, ἀσύνετος, ἀπερίσκεπτος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Τί ἀνόητος ἄνθρωπος! Ἀνόητη γυναῖκα. Ἀνόητο παιδί. Ἀνόητα λόγιˬα κοίν. Μιὰ βολὰ ἤτανε ἕνας γέρως τσαὶ μιὰ γρα͜ιὰ τσαὶ εἶχε-ν-τρεῖς γιˬοί, δυˬὸ ἀνόητ’ τσ᾽ ἕνα γνωστικὸ (ἐκ παραμυθ.) Μύκ. Ἀνόετος ἐφάνθες (ἐφάνης) Κερασ. Πολλά ἀνόετος ἄθρωπος εἶσαι! Τραπ. || Φρ. Ὁ ἀνόητος πάντα ἀνόητος εἶναι Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Παροιμ. Ὁ ἀνόητος μουσαφίρης κάνει ἰκράμι τοῦ νοικοκύρι (ἐπὶ ἀνοήτων οἱ ὁποῖοι δεικνύουν τὴν ἀνοησίαν των. δι’ ἀπρεπῶν ἐκδηλώσεων. ἰκράμι=περιποίησις) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 177,21. Ὁ ἀνόητος ἔχει μωρολογιˬὰ | κ᾿ ἡ καρδιˬά του θέ πολλὰ (ὁ ἀνόητος εἶναι φλύαρος καὶ ἔχει πολλὰς ἀξιώσεις, πρὸς τὰς ὁποίας δὲν πρέπει νὰ ἀνταποκρινώμεθα διὰ νὰ μὴ φαινώμεθα ὅμοιοί του) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 177,20. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνογος. 2) Ὁ μὴ αἰσθανόμενος τίποτε, ἀναίσθητος, συνήθως ἐπὶ ἀσθενοῦς βυθισμένου εἰς συνεχῆ ὕπνον Εὔβ. (Στρόπον.) Σάμ. (Μαραθόκ.): Οὕ’ τὴ νύχτα ἤτανι ἀνόητους κὶ μέσα τσ᾽ αὐγὲς ἔπιασι νὰ συνιφέρ’ Μαραθόκ. Ἀνόητου εἶν᾽ τοὺ πιδὶ ’ποὺ τὰ ψὲς τοὺ βράδ’ Στρόπον. Συνών. ἀγροίκητος Β2, ἀδιˬάνο͜ιωτος, ἀλάλητος Β3, ἀνανόητος, ἄνο͜ιωοτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA