ἀνόθευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνόθευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνόθευτος ἐπίθ. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νοθευτὸς<νοθεύω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει νοθευθῆ δι’ ἀναμείξεως ξένων οὐσιῶν, ἁγνός, καθαρὸς κοιν.: Ἀνόθευτος βούτυρο-γάλα-λάδι κττ. Ἀνόθευτος καφὲς κοιν. || Ποίημ. Σὰν ὄνειρο ᾽ς τὰ μάτιˬα μου μπροστὰ φανῆτε πάλι σφιχταγκαλεˬαστὰ μὲ κάλλη ἀνόθευτα, παλληκαρήσια ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 71.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA