ἄνο͜ιαστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνο͜ιαστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄνο͜ιαστα ἐπίρρ. Βιθυν. (Κατιρ. κ.ἀ.) ἀνέγνο͜ιαστα Κρήτ. -ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 69 -Λεξ. Κομ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνο͜ιαστος. Ὁ τύπ. ἀνέγνο͜ιαστα καὶ ἐν Γύπαρ. πρᾶξ. Β στ. 545 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 222) «μίλε͜ιε μου πούρι ἀνέγνο͜ιαστα».

Σημασιολογία

1) Ἀμερίμνως Κρήτ. -ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Κομ. Πρω. Δημητρ.: Γνωμ. Ἐλίγα φάε κ᾽ ἐλίγα πιὲ κι ἀνέγνοιαστα κοιμήσου Κρήτ || Ποίημ. Πόσες φορὲς ποῦ ἀλλάργειεν ἀνέγνο͜ιαστα ἀπ’ τὴ δίψα μου καὶ βαρετά, σκληρὰ τὰ ὡραῖα χειλάκια, γνώρισα τῆς ἀνημποριᾶς τὰ κολασμένα βάσανα, ἤπια τῆς ζήλε͜ιας τὰ φαρμάκια ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀμέριμνα, ξένο͜ιαστα. 2) Βαθέως Βιθυν. (Κατιρ. κ.ἀ.): Ἀπόψε κοιμήθηκε ἄνο͜ιαστα. Συνών. βαθεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/