ἀνοιγάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιγάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνοιγάρι τό, ἀνοιγάριν Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) ἀνοιγάρι ΑΡουμελ. (Σωζόπ.) Πόντ. (Ἀμισ. Σινώπ.) -Λεξ. Δημητρ. ἀνοιγόρ’ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀνεγάριν’ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀνεγάρι Πόντ. (Ἀμισ. Σινώπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνοίγω ἀπὸ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -άρι. Διὰ τὸν τύπ. ἀνεγάριν ἰδ. ἀνοιχτὸς-ἀνεχτός.

Σημασιολογία

Κλειδίον ἔνθ’ ἀν.: Ἐπῆρεν τ᾽ ἀνοιγάρ’ κ᾿ ἔνοιξεν τὴν πόρταν Σάντ. Τραπ. Χαλδ. Ἐπέλεκες τ᾿ ἀνοιγάρ’ ᾽ς σὸ κλειδὶν ἀπάν’ (ἐπέλεκες=ἄφηκες, κλειδὶν=κλεῖθρον) Κοτύωρ. || Φρ. Ἀτὲ τ᾿ ὁσπιτί’ τ᾽ ἀνοιγάριν ἔν᾿ (ἐπὶ οἰκονόμου) Πόντ. Ἀνοιγάριν καὶ κλειδὶν ἔνι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κερασ. Τὸ στόμα σου ἀνοιγάριν καὶ κλειδὶν νὰ ἔν᾿ (ἔσο ἐχέμυθος) Κερασ. Συνών. ἀνοιχτάρι 1, ἀνοιχτήρι 1, κλειδί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/