ἀνοιγωκλείνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιγωκλείνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνοιγωκλείνω κοιν. ἀ’γουκλείνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνοιγωκλε͜ιῶ σύνηθ. ἀνοιγουκλε͜ιῶ Ἤπ. ἀν’γουκλε͜ιῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνοιωκλε͜ιῶ Παξ. ἀνοιγωκλῶ Κύθηρ. Σκῦρ. Ἰων. (Σμύρν.) -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,164 ἀνοιγουκλῶ Μακεδ. (Βελβ.) ἀνοιγωκλείγω Λεξ. Ἐλευθερουδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ρ. ἀνοίγω καὶ κλείνω.
Σημασιολογία
1) Ἀνοιγωκλειδώνω, ὃ ἰδ., κοιν.: Ἀνοιγωκλείνω τὰ δάχτυλα – τὸ παράθυρο - τὴν πόρτα - τὰ μάτιˬα - τὸ τζάμι κοιν. Ἀνοιγωκλε͜ιῶντας τὸ στόμα ἔκανε τὴ μαιˬμοῦ ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 15. || Φρ. Ὅσο ν᾿ ἀνοιγωκλείσῃς τὰ μάτιˬα (ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ) κοιν. || Ποίημ. Μάτια ποῦ μόνον ἡ ψευτιˬὰ τ᾽ ἀνοιγωκλείνει πάντα καὶ μερικὰ ποῦ βλέπουνε χωρὶς νὰ ξέρουν γιˬάντα ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 2,289. Καὶ ἀμτβ. ἀνοίγομαι καὶ κλείομαι διαδοχικῶς κοιν.: Ἀνοιγωκλείνουν οἱ πόρτες - τὰ παράθυρα. Ἀνοιγωκλε͜ιεῖ ἡ πόρτα κοιν. Ἤταν δυὸ πέτρις κι ἀν’γώκλειναν κὶ ’ς τ᾿ μέσ᾿ ἔβγινι τ᾿ ἀθάνατου νιρὸ (ἔκ παραμυθ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) Τὰ ρουθούνιˬα της ἀνοιγωκλείνανε ΚΧρηστομ. Κερέν. κούκλ. 6 || Αἴνιγμ. Ἀνοιγωκλειοῦν οἱ κάμερες καὶ κρότος δὲ ᾿γροικε͜ιέται (οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ τὰ βλέφαρα) Κύθηρ. || ᾎσμ. Ἀνοιγωκλοῦν τὰ μάτια μου, χαμογελοῦνε τ’ ἄστρα Σμύρν. -Ποιήμ. ’Σ τὰ στοιχε͜ιωμένα τὰ βουνὰ ποῦ πάντα ἀνοιγωκλε͜ιοῦνε κι ὁποῦ τ᾿ ἀθάνατο νερὸ περνάει ἀνάμεσά τους ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,231 Κι ἀφοῦ τὸν ἀπεκοίμισε, γέρνει κρυφὰ τὸ στόμα καὶ τοῦ φιλεῖ τὰ βλέφαρα ποῦ ἀνοιγωκλοῦν ἀκόμα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,164. 2) Ἀμτβ. μεταβάλλομαι διαδοχικῶς, ἐπὶ καιροῦ πολλαχ.: Ἀνοιγωκλε͜ιεῖ ὁ καιρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA