ἀνοιξεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιξεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνοιξεˬὰ ἡ, Ἄνδρ. Πελοπν. (Κορινθ.) Τῆν. ἀ᾿ξεˬὰ Ἤπ. Τῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνοιξι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έα -εˬά, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,240 καὶ 246.

Σημασιολογία

1) Ὡρισμένη ποσότης ὕδατος διὰ τὴν ἄρδευσιν κήπων, ἡ ὁποία παρέχεται συνήθως ἐκ κοινῆς δεξαμενῆς Πελοπν. (Κορινθ.) Τῆν.: Νὰ μοῦ δώσῃς μιὰ ἀνοιξεˬὰ νερὸ Τῆν. 2) Ἡ χαρακτηριστικὴ ὀσμὴ τῆς ἀνοίξεως Ἤπ.: Γνωμ. Οἱ Φλιβάρις κιˬ ἄν φλιβίσῃ, | πά’ ἀ’ξεˬὲς θιλὰ μυρίσῃ. Συνών. ἀνοιξέλλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/