ἀνοιξήσιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιξήσιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιξήσιος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. Οὐδ. ἀνοιέσιν Πόντ. (Κερασ. Κολων.) ἀνοιέσ’ Πόντ. (Κερασ.) ἀνοιέσ’ Πόντ. (Χαλδ.) ἀνοιξέ' Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνοιξι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ήσιος. Περὶ τοῦ εἰς -έσι οὐδ. τύπ. ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 171.

Σημασιολογία

1) Ἐαρινὸς ἔνθ' ἀν.: Ἀνοιξήσιˬες σπορὲς Λεξ. Δημητρ. Λῶμαν ἀνοιέσ’ (ἔνδυμα ἐαρινὸν) Χαλδ. Συνών. ἀνοιξιˬάτικος 1. 2) Ὡς οὐσ., καρπὸς σπειρόμενος ἢ ὡριμάζων κατὰ τὸ ἔαρ Πόντ. (Κερασ. Κολων. Σάντ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/