ἀνοιξιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιξιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνοιξιˬάζω Λεξ. Δημητρ. ἀνοιζω Πόντ. (Σάντ.) ἀ᾽ξιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνοιξι.

Σημασιολογία

1) Παραθερίζω Πόντ. (Σάντ.) 2) Ἀπροσώπ. ἐπέρχεται τὸ ἔαρ Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) -Λεξ. Δημητρ.: Μόλις ἀνοίξιˬασε Λεξ. Δημητρ. Ἅμα ἀ’ξιˬάσ’, τὰ ζαρκάδιˬα παίρνουν τοὺ καφικό’νου χρῶμα τους Εὐρυταν. Πῆρι κι ἀ’ξιˬάζ’ τώρᾳ, εἶνι νιˬὰ χαρά! Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/