ἀνοιξιˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιξιˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοιξιˬάτικος ἐπίθ. κοιν. ἀνοιξτικος Πόντ. (Κερασ.) ἀ’ξιˬάτ᾿κους βόρ. ἰδιώμ. ἀ’ιˬάτ᾿κους Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀνοιξάτσιχο Τσακων. ᾽νοιξιˬάτικος ἀγν. τόπ. ’νοιξάτικος Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνοιξι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάτικος.
Σημασιολογία
1) Ἐαρινὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Τσακων.: Ἀνοιξιάτικος καιρός. Καππέλλο-λουλούδι-τριαντάφυλλο-φόρεμα ἀνοιξιˬάτικο. Βροχὴ ἀνοιξιˬάτικη κοιν. Ἀνοιξιˬάτικο μέλι (τὸ ἐξαγόμενον τὴν ἄνοιξιν). Ἀνοιξιˬάτικο σιτάρι (τὸ σπειρόμενον τὴν ἄνοιξιν) πολλαχ. Ἀ᾿ξιˬάτ’κου φ’στά’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τζαιρὲ ἀνοιξάτσιχο (τζαιρὲ=καιρὸς) Τσακων. || Ποίημ. Ἄχ, ἕνα ρόδο ἂς ἤμουν, Θέ μου, | σὲ μιὰ ἀνοιξιˬάτικη φραγὴ ΙΠαναγιωτόπ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 320. Συνών. ἀνοιξήσιος 1. Πβ.: καλοκαιριˬάτικος, 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἐαρινὴ μάνδρα τῶν αἰγῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦ θηλασμοῦ Μακεδ. (Χαλκιδ.) β) Τὸ λιβάδι τὸ ὁποῖον βοσκίζουν τὴν ἄνοιξιν ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 105: Τραυοῦν οἱ βοσκοί...τὰ πράματα καὶ τὰ ρίχνουν ’ς τ’ ἀνοιξιˬάτικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA