ἀνοιχτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνοιχτὴς ὁ, Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀνοίγω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀνοίκτης.

Σημασιολογία

Ὁ μάντις ὁ διὰ μαγικοῦ βιβλίου ἢ δι᾽ ὑδροσκοπίας ἢ κυάμων προλέγων τὴν μέλλουσαν τύχην τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἀνευρίσκων τι ἀπολωλὸς ἢ ὁ ὁρίζων τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου, εἰς ὃν μεταβαίνων τις δύναται νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ χρονίαν ἀσθένειαν, μάλιστα δὲ ἀπὸ δαιμονικὴν ἐπήρειαν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐρώτεσα τόν ἀνοιχτὴ γιˬὰ τὸν ἄρρωστο ’μουνα Ὄφ. Ἐπῆγα ’ς σὸν ἀνοιχτὴν ν᾿ ἀνοί’ χαρτὶν Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/