ἀνοιχτομματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτομματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνοιχτομματίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτομμάτης.
Σημασιολογία
Γίνομαι νοήμων: Ἔλα, μ᾽ ἀνοιχτομμάτισα καὶ ᾽ὼ τώρᾳ καὶ δὲν ἀφίνω νὰ μὲ ᾽ελᾷ κἀνεὶς (μ᾿=μά, ᾿ὼ=ἑγώ, ᾿ελᾷ=γελᾷ, ἀπατᾷ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA