ἀνοιχτομματωσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτομματωσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνοιχτομματωσύνη ἡ, Λεξ. Δημητρ. ἀν-νοιχτομ-ματωσύνη Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ επιθ. ἀνοιχτομμάτης.
Σημασιολογία
Ἀνοιχτομματιˬά, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀν-νοιχτομματωσύνη σου ᾿ὲν ἔπκιˬασεν τόπον Κύπρ. Ὀξυπνάα τ’ ἀννοιχτωμ-ματωσύνη ’ποὺ τὴν μιάν, φτώεια, κακορριζιτὰ ᾽ποὺ τὴν ἄλλην αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA