ἀνοιχτοπάτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτοπάτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιχτοπάτης ἐπίθ. Κέρκ. κ.ἀ. –ΓἘπαχτίτ. Ἱστορ. 31 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,53 -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνοιχτὰ καὶ τοῦ ρ. πατῶ.

Σημασιολογία

Ταχύπους ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνοιχτοπάτης Κέρκ. Ψηλότερος, στέρεος, ἀνοιχτοπάτης ἔρχονταν πρῶτος ΓἜπαχτίτ. ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Ἄξιος ὁποῦ ᾽ναι ὁ γρίβας σου! -Ἀνεμοπόδης͵ γέρω. -Ἀνοιχτοπάτης δυνατός! -Καὶ νυχτομαθημένος ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀλαφροπάτης 2, ἀλαφροπόδαρος, ἀνάφτερος, ἀνεμοκυκλοπόδης, ἀνεμοπέτακας, ἀνεμοπετάχτης, ἀνεμοπόδαρος, ἀνεμόποδας, ἀνεμοπόδης, ἀνεμοσουριˬασμένος (ἰδ. *ἀνεμοσουριάζω), γοργογόνατος, λαγοπάτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/