ἀνοιχτοπατοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτοπατοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιχτοπατοῦσα ἐπίθ. θηλ. Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτοπάτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 193.

Σημασιολογία

Ἡ ταχέως βαδίζουσα, ταχύπους: Ἀνοιχτοπατοῦσα γυναῖκα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/