ἀνοιχτούτσικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτούτσικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιχτούτσικος ἐπίθ. σύνηθ. ἀνοιχτούτσ’κος Προπ. (Πάνορμ.) ἀ’χτούσ’κους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούτσικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐλευθεριάζων πως, κυρίως ἐπὶ γυναικὸς σύνηθ. Ἀνοιχτούτσικες κουβέντες. Ἀνοιχτούτσικα λόγια σύνηθ.: Αὐτὴ μοῦ φαίνεται ἀνοιχτούτσ’’ λίγο Πάνορμ. Πβ. ἀνοιχτὸς Β7. 2) Ὁ ἔχων χρῶμα ὀλίγον τι ἀνοικτὸν ἐνιαχ. Πβ. ἀνοιχτὸς Β9.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/