γάγγραινα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάγγραινα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γάγγραινα ἡ, λόγ. κοιν. γάγγρινα βόρ. ἰδιώμ. γαγγραίνα Παξ. gάgραινα Ζάκ. Κύθηρ. καγγραίνα Λεξ. Περίδ. gαγράνα Τσακων. καγγράνα Μεγίστ. Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. γάγγραινα.

Σημασιολογία

1) Τοπικὴ νέκρωσις τῶν ἱστῶν μέρους τινὸς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἀκολουθουμένη ὑπὸ σήψεως, φαγέδαινα λόγ. κοιν. Συνών. φάγουσα. 2) Νόσος μικροβιακὴ τῆς ἀμπέλου καὶ ἄλλων φυτῶν, ἰδίᾳ τῶν καλλωπιστικῶν πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/