ἀνομία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνομία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνομία, ἡ, Πελοπν (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνομίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀνομιˬὰ Ἤπ. Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ. ἀνομ Πόντ. (Τραπ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ ἀνομία.

Σημασιολογία

1) Κακὴ πρᾶξις, ἀδικία, ἁμάρτημα ἔνθ’ ἀν.: Πολλὰ ἀνομίας ἐποίκε Χαλδ. Ἀσ᾽ σὰ πολλὰ τ᾽ ἀνομίας ἀτ’ ψυχομαεῖ καὶ ᾿κ᾿ ποθάν’ (ἐκ τοῦ ’κὶ ἀποθάν’) Τραπ. Ἀτὸ ντ’ εὐτάς ἀνομίαν ἔν᾽ (εὐτάς=κάμνεις) Χαλδ. Ἀμέτρητα εἶναι τ᾿ ἀνομίας τ᾿ ἐποίκεν (τὰς ὁποίας ἔκαμεν) αὐτόθ. || Φρ. Μπῆκε ᾽ς τὴν ἀνομία (ζώσης τῆς συζύγου του ἔλαβε παλλακίδα πρὸς ἀπόκτησιν ἄρρενος τέκνου) Λακων. || ᾌσμ. Δὲν εἶναι κρῖμα κιˬ ἄδικο καὶ ἀνομιὰ μεγάλη νὰ πολεμᾶν οἱ ἑκατὸ μ᾽ ἐννεˬὰ χιλιάδες Τούρκους; Ἤπ. Δὲν εἶναι κρῖμα κι ἀνομ, παρανομ μεγάλη; ἐζεύγωσαν τὸν Κωσταντῆν μὲ τ᾿ ἄγρöν τὸ βουβάλιν νὰ κουβαλήσῃ μάρμαρα ἀπ᾿ τὸ μαρμαροβούιˬνον! Τραπ. 2) Μετων. ἄδικος, κακὸς ἄνθρωπος Κρήτ.: ᾌσμ. Μωρὴ σκύλλα, μωρ' ἀνομιά, σκύλλα μαγαρισμένη Κρήτ. Καὶ τὸ πρωὶ σηκώνεται ἡ ἀνομιˬὰ κ’ ἡ σκύλλα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/