γαγγρὶν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαγγρὶν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαγγρὶν τό, Πόντ. (Οἰν.) γκαγκρὶν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαγγρός. ’Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾽Αρχ. Πόντ. 17 (1952) 57.

Σημασιολογία

1) Γάγγραινα Κύπρ. 2) Κρέας ἄπαχον, ἰσχνόν, στεγνόν: ᾿Εξέρασεν κ᾿ ἐγίνησεν γαγγρὶν (ξηράθηκε κ’ ἔγινε γαγγρίν, σὰν σκελετός).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/