ἀνομίτακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνομίτακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνομίτακας ὁ, Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνομίτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ακας.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος μετὰ παλλακίδος συζῶν, ἰδίᾳ δὲ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ζώσης τῆς ἀτέκνου συζύγου λαμβάνει παλλακίδα πρὸς ἀπόκτησιν ἀρρένων τέκνων Συνών. ἀνομίτης 1, ἄνομος 1β, παρανομίτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA