ἀνομπριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνομπριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνομπριˬὰ ἡ πολλαχ. ἀνοbρία Πελοπν. (Λάκων.) ἀνοbριˬὰ Κρήτ. ἀνουμπριˬὰ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Κεφαλόβρ.) ἀνοβρίˬα Α.Κρήτ. (Σητ.) Παξ. Σίφν. ἀνοβριὰ Κύπρ. Μύκ. ἀνεβρία Πάρ. (Λεῦκ.) ἄνορκὰ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀνομβρία. Τὸ ἀνεβρία κατ᾿ ἐπιδρ. τοῦ συνων. ἀνεριˬά.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις βροχῆς᾽ ἀνομβρία, αὐχμηρότης ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅταν εἶναι ἀνοβρία, στέκονται τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ (στέκονται=παύουν νὰ ρέουν) Σίφν. Ἐξεραθήκανε οἱ ἐλα͜ιὲς ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀνοβρίˬα Παξ. ’Φέτος ἦταν ἀνοβριὰ τ ’ὲν ἔγιναν τὰ σπαρτὰ Κύπρ. || Παροιμ. ’Σ τὴν ἀνορκὰν ’φελᾷ ταὶ τὸ χαλάζιν (ἐν ἐλλείψει τοῦ καλυτέρου δύναται νὰ παράσχῃ ὠφέλειαν καὶ πενιχρὸν καὶ μικροῦ λόγου ἄξιον) Κύπρ. ’Σ τὴν ἀνουμπριὰ καλό ᾿ν᾿ κὶ τοὺ χαλάζ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Στερελλ. (Κεφαλόβρ.) Συνών. ἀβρεξιˬὰ, ἀβροχιά, ἀβροχίλα, ἀνακρέμασι 3, ἀνεριˬά, ἀνέχεια 2β, ἀνομπρίλα, ἀνυδριˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA