ἀνομπρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνομπρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνομπρῶ, ἀναbρῶ Θήρ. ἀνεbρῶ Θήρ. ἀναbρέω Πελοπν. (Μάν.) ἀναbρίζω Κρήτ. (Βιάνν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀνομβρῶ. Ἐν τοῖς τύπ. ἀναbρῶ καὶ ἀνεbρῶ ἀποκατεστάθη ἡ πρόθ. ἀνὰ - ἀνε . Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 27.
Σημασιολογία
Μετβ. ἀναβλύζω, ἀναδίδω ὑγρόν, ἐπὶ ἀγγείου ἔνθ’ ἀν.: Ἀναbρέει τὸ κανάτι - τὸ σταμνὶ (ἐνν. κρασὶ - λᾴδι - νερὸ κττ.) Μάν. Καὶ ἀμτβ. ἀναβλύζω, ἀναβρύω ἔνθ’ ἀν. Ἀναbρίζει τὸ νερὸ Κρήτ. Πβ. ἀναβρυσιάζω, ἀναβρυσῶ, ἀναβρύω 1 καὶ 2, ἀναδίνω Β7, ἀνατέλλω 3, ἀνοίγω Β4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA