γαγκάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαγκάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαγκάζω Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη ἐκ μορ. γὰγκ γόον δηλοῦντος. ᾽Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αρχ. Πόντ. 17 (1952) 57.
Σημασιολογία
Κλαίω γοερῶς, ἐπὶ νηπίων. Συνών. γαγκανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA