γαγκανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαγκανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαγκανίζω Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη ἐκ μορίου γὰγκ δηλοῦντος κλαυθμὸν καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ανίζω, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ’Αρχ. Πόντ. 12 (1946) 59 κἑξ.
Σημασιολογία
Γαγκάζω, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA