γαγκλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαγκλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαγκλάζω Πόντ. (᾿Αργυρούπ. Κερασ. Κοτύωρ.Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ πεποιημένου μορίου γάγκλ φωνὴν πόνου κυνὸς δηλοῦντος. 'Ιδ. Ἄνθ.Παπαδόπ. ἐν ’Αρχ. Πόντ. 12 (1946) 56 καὶ 17 (1952) 57. Πβ. καὶ ἀρχ. κλαγγάζω.
Σημασιολογία
1) Φωνάζω γοερῶς ἐπὶ κυνὸς τυπτομένου, κατ᾿ ἐπέκτασιν δὲ καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου ἔνθ᾽ ἀν.: ’Εντῶκα τὸν κῦλλον κ᾿ ἐγάγκλαξεν (ἐντῶκα=κτύπησα) Χαλδ. ᾿Εγάγκλαξεν ἅμον τὸ κύλλον κ᾿ ἐψόφεσεν (ἔβγαλε κραυγὴν πόνου σὰν τὸν σκύλλον καὶ ἀπέθανε) αὐτόθ. Νὰ γαγκλάῃς ! (ἀρὰ) αὐτόθ. Συνών. ἀπογαγγλάζω 2. 2) ᾿Απαυδῶ, ἐξαντλοῦμαι, ἀποκάμνω κλαίων, ἐπὶ νηπίων Πόντ. (Κερασ.) 3) Στενάζω Πόντ.(Κοτύωρ.) Συνών. ἀναρροχάζω, 2, ἀναστενάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA