ἀνόργωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνόργωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνόργωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀνόργουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀνέργωτος Ἤπ. ἀόργωτος Πελοπν. (Λάστ.) ἀόργουτους Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἁ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ὀργωτὸς<ὀργώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐκσκαφεὶς δι᾿ ἀρότρου, ὁ μὴ ὀργωθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Ἀνόργωτο χωράφι πολλαχ. ᾿Φέτους ἀποὺ τοὶς βρουχὲς ἔμ’ναν τὰ πλε͜ιότιρα χουράφιˬα ἀόργουτα Μακεδ. Ἔμ᾿κι ἡ ρά’ ἀόργουτ’ Αἰτωλ. || Φρ. Ἀόργουτου χουράφ’ (ἐπὶ κόρης παρθένου. Πβ. διὰ τὴν χρῆσιν τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνήροτος καὶ τὸ ἀρχ. ἀντίθ. ἀρώσιμος) Μακεδ. Πβ. ἀκαλλιέργητος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA