ἀνόρεξα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνόρεξα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνόρεξα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀνάροξα Ἄνδρ. Μῆλ. Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. Σύμ. ἀνέροξα Νάξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνόρεξος.

Σημασιολογία

1) Ἄνευ ὀρέξεως πολλαχ.: Τρώγει ἀνόρεξα. Συνών. ἀνορεξᾶς, ἀνόρεχτα 1. 2) Ἄνευ προθυμίας, δυσκόλως, ἀκουσίως πολλαχ.: Ἀνέροξα κάνει δουλε͜ιὰ Μάν. Δουλεύγω ἀνάροξα Σύμ. Τὸ κάνει ἀνάροξα Ἄνδρ. Ἀνόρεξα τση ἤβγανε τσ᾽ αἶγες (ἐνν. πρὸς βοσκὴν) ΓΜαράντ. Μιχελ. 21. Συνών. ἄγνωμα 1β, ἀνόρεχτα 1β. Πβ. ἄναλα, ἄνοστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/