ἀρρωστοκεφαλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρωστοκεφαλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀρρωστοκεφαλιˬὰ ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος καὶ τοῦ οὐσ. κεφάλι.
Σημασιολογία
Ὁ πόνος τῆς κεφαλῆς: Πάει νὰ πετάξῃ ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ἀρρωστοκεφαλιˬὰ ποῦ μὲ κρατεῖ! Συνών. πονοκεφαλιˬά, πονοκέφαλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA