ἀψεύτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψεύτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀψεύτιστος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψευτιστὸς<ψευτίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ νοθευθείς, ἀνόθευτος σύνηθ.: Δὲν ἔμεινε ᾿ς τὸ ἐμπόρια πρᾶμα ἀψεύτιστο, ὅλα τὰ ψεύτισαν σύνηθ. 2) Ὁ μὴ ἀποδειχθεὶς ὡς ψεύστης, ὁ μὴ διαψευσθεὶς Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/