ἄρρωστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρρωστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄρρωστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἄρρουστους βόρ. ἰδιώμ. ἄρρουτους Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἄρρουστο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄρρουστου Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄρρ’στο Καλαβρ. ἄρρουστε Τσακων. ἄωστος Θρᾴκ. (Ταϊφ.) ἄουστους Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄρρωστος. Περὶ τῆς ἀποβολῆς τοῦ ρ ἐν τῷ ἄωστος ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ 32.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὢν ὑγιής, ἀσθενής, καχεκτικὸς ἔνθ’ ἀν.: Εἶμαι ἄρρωστος καὶ δὲν μπορῶ νὰ δουλεύω. Ἤτανε βαρεˬά ἄρρωστη ’ς τὸ κρεββάτι. Τὸ παιδὶ εἶν᾿ ἄρρωστο καὶ δὲν τρώγει τίποτε. Ὁ ἄρρωστος ἐβάρυνε- καλυτέρεψε - πάει καλύτερα -πάει χειρότερα κοιν. Ἔπεσε βαεˬὰ ἄωστος (βαεˬὰ = βαρεˬά) Ταϊφ. || Παροιμ Παρηγοριˬὰ᾿ς τὸν ἄρρωστο ὥσπου νὰ βγῇ ἡ ψυχή του (ἐπὶ τοῦ παραμυθουμένου μέν, οὐδεμίαν δὲ ἔχοντος ἐλπίδα) Πελοπν. κ.ἀ. Γνωμ. Ὅ,τι θέλει ὁ ἄρρωστος θέλει καὶ ὁ γιˬερὸς (ὁ περιποιούμενος ἀσθενῆ δὲν πρέπει ν᾽ ἀποστερῇ πάσης φροντίδος καὶ τοὺς ἐν τῇ οἰκογενείᾳ ὑγιεῖς) Πελοπν. Ἀρρώστου μοῦτρα φαίνονται καὶ νηστικοῦ μαγοῦλλες (ἐπὶ τοῦ πλήρη μὲν ἔχοντος τὸν στόμαχον, ἀλλ᾿ ἀρνουμένου ὅτι ἔφαγεν διὰ νὰ λάβῃ καὶ ἄλλην τροφὴν) Κεφαλλ. || Ποίημ. Φωτιˬὰ τρώει τὸ σίδερο καὶ σάρακας τὸ ξύλο κ’ έςὺ μοῦ τὰ νεˬᾶτα μου σὰν ἄρρωστος τὸ μῆλο ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,242. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ ἀγροῦ Μακεδ. (Χαλκιδ.): Ἄρρουστου χουράφ’ (ἀγρὸς ὀργωθεὶς ἐν καιρῷ βροχῶν, καταπατηθεὶς δὲ ὑπὸ ζῴων καὶ οὕτω καταστὰς ἀκατάλληλος πρὸς σποράν). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρρωστά ρις. 2) Ἀμυδρός, ἐπὶ φωτὸς ΚΠαρορ. Κόκκιν. Τράγ. 157: Τὸ πρόσωπό του εἶχε ἀνάψει, τὰ μάτιˬα του λάμπανε μ’ ἕνα ἄρρωστο φῶς. Συνών. ἀρρωστιˬάρις 2, τσιμπλιˬάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA