γιˬαουρτᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαουρτᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαουρτᾶς ὁ, κοιν. διˬαουρτᾶς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ κ.ἀ.) γιγουρτᾶς Ἰων. (Σμύρν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαούρτι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶς.
Σημασιολογία
1) Ὁ κατασκευάζων καὶ πωλῶν ἢ καὶ ἁπλῶς ὁ πωλῶν γιαούρτι κοιν.: Ἅμα περάσῃ ὁ γιˬαουρτᾶς, νὰ μ’ ἀφήσῃ κ’ ἐμένα δυˬὸ γιαούρτια. Πέρασε ό γιαουρτᾶς. Παου ᾿ς τὸ γιˬαουρτᾶ νὰ πάρω γιˬαούρτι κοιν. Δὲν ἔχ’ς καλὴ διˬαούρτ’, διˬαουρτᾶ! Στερελλ. (Ἀχυρ) Ἅμα περάσῃ ὁ γιγουρτᾶς, νὰ τοῦ δώσῃς τὸ τσουμπλέκι νὰ μᾶς φέρῃ αὔριο γιγούρτι πρόβειο (τσουμπλέκι = πήλινο δοχεῖο) Ἰων. (Σμύρν.) Συνών. γιˬαουρτοποῦλος, γιˬαουρτσῆς. 2) Ὁ ἀρεσκόμενος νὰ τρώγῃ πολὺ τὸ γιαούρτι ἐνιαχ.: Εἶναι μεγάλος γιˬαουρτᾶς ὁ πατέρας σου! Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA