ἀρρωστουλέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρωστουλέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀρρωστουλέα ἡ, Κρήτ (Χαν.) ἀρρωστουλεˬὰ Κρήτ. Πελον. (Μάν.) ἀρρωστουλὲ Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ουλέα, δι᾿ ἣν ἰδ. -ουλεˬά, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,245 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ ἰδιάζουσα ὀσμὴ τὴν ὁποίαν αἰσθάνεταί τις πλησιάζων ἄρρωστον, ἰδίᾳ ἡ δυσοσμία τῆς ἀναπνοῆς: Ὁ δεῖνα μυρίζει ἀρρωστουλεˬὰ Μάν. Αὐτὸς βγάζει μιˬὰν ἀρρωστουλὲ Κρήτ. Συνών. ἀρρωστίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/