ἀψήλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψήλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψήλωτος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψηλωτός<ψηλώνω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔκαμέ τις ὑψηλότερον σύνηθ.: Ὁ τοῖχος-ὁ φράχτης ἔμεινε ἀψήλωτος. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ὑψώσῃ σύνηθ.: Τὸ σπίτι εἶναι ἀψήλωτο, γιˬατὶ δὲν ἔχει γιˬερὰ θεμέλιˬα. 3) Ὁ μὴ αὐξηθεὶς εἰς ὕψος σύνηθ.: Ἀψήλωτο παιδί. Ἀψήλωτα δέντρα. 4) Ἐπὶ ἀνέμου, ὁ μὴ πνεύσας Σύμ: Καιρὸς ἀψήλωτος. Ἀψήλωτος εἶναι σήμερο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA