γαζέπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαζέπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαζέπι τό, Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ. γαζέπ’ Ἤπ. (Ἄρτ. Πρέβ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ 'Αραβ. ğazap ἤ kazap.
Σημασιολογία
1) ᾿Απροσδόκητος συμφορά, ὀργὴ Θεοῦ Ἤπ. (Ἄρτ. Πρέβ.) Κρήτ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Γαζέπι νὰ σοῦ ’ρθῃ ! (ἀρὰ) Κρήτ. || Φρ. Ἕνα γαζέπι εἶν᾿ ὁ δεῖνα (ἐπὶ τοῦ ἀτιθὰσου, κακοῦ) αὐτόθ. Τὸν παίρνω γαζέπ' (τὸν ἔχω ὑπὸ δυσμένειαν, τὸν μισῶ καὶ ἐν καιρῷ θὰ τὸν καταστρέψω) Πρέβ. || ᾎσμ. Εἰκοστριˬῶ χρονῶ ᾽σαι bλεˬὸ καὶ τοῦ Θεοῦ γαζέπι νὰ σὲ βαστᾷ, πουλλάκι μου ἄ gάθεσαι κιˬ ἂ στέκῃς Κρήτ. β) 'Ασθένεια Κρήτ. Δὲ γατέω εἶdα γαζέπι τὸνε βαστᾷ. γ) Δυστυχία Κρήτ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ.: Φρ. Βρίσκεται ᾿ς τὸ γαζέπι (εἶναι κακομοίρης, δυστυχὴς) Σουδεν. Ἔχει γαζέπι αὐτόθ. 2) Θύελλα Κρήτ.: 'Εσηκώθηκ’ ἕνα γαζέπι, ὁποὺ θὰ πάρῃ τὸ gόσμο. Συνών. ἰδ ἐν λ. ἀνεμικὸς Β1. 3) Βροχὴ ραγδαία Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἔπιˬασ’ ἕνα γαζέπι Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA