γιˬαουρτοβαφτισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαουρτοβαφτισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαουρτοβαφτισμένος ἐπίθ. Ἀθῆν. Ζάκ. Ἤπ. (Παραμυθ.) Κρήτ. (Ρέθυμν.) Πειρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. - Γ. Σουρ., Ρωμ ἀρ. 119 γιˬαγουρτοβαφτισμένος Μακεδ. Πελοπν. (Λακων) γιˬαουρτουβαφτισμένους Στερελλ. (Παρνασσ.) γιˬαουρτοδαφτισμένος Σύμ. διˬαουρτοβαφτισμένος Ζάκ - Δ. Γουζέλ., Χάσ., 21.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαούρτι, παρὰ τὸ ὁπ:. καὶ τύπ. γιˬαγούρτι καὶ διˬαούρτι, καὶ τοῦ βαφτισμένος μετοχ τοῦ ρ. βαφτίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. δαφτίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀλειμμένος διὰ μεγάλης ποσότητος γιˬαουρτιοῦ, Στερελλ. (Παρνασσ.): Πάνου ᾽ς τοὺ gαβγᾶ γυρίζ’ τοὺ τιτζίρ’ μὶ τοὺ γιγούρτ’ κὶ τὴ gαπέλουσι, τ᾿ν ἔκανι γιˬαουρτουβαφτισμέν’. 2) Μεταφ. ὁ οἱονεὶ μὴ βαπτισθεὶς κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας τῆς ἐκκλησίας, ὁ ἀλλόθρησκος, ὁ ἄπιστος, ὁ ἀνυπόληπτος, ὑβριστικῶς ἔνθ’ ἄν.: Ἄ μπρὲ γιˬαουρτοβαφτισμένο, τι’ πυργάεις μὲ τὸ μυαλὸ σ᾽ (πυργάεις = σοφίζεσαι, σκέπτεσαι) Ἤπ. (Παραμυθ.) Πῆγες καὶ συνεταιρίστηκες μ’ αὐτὸν τὸν γιˬαουρτοβαφτισμένο! Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ. Ἀπὸ γιˬαουρτοβαφτισμένο περιμένεις καλό; αὐτόθ. Γιˬαουρτοβαφτισμένη εἶναι καὶ δὲν πατάει ’ς ἐκκλησιˬὰ αὐτόθ. || Ποίημ. Ἀκοῦς, βρωμομεθύστακα, διˬαουρτοβαφτισμένε; Δ. Γουζέλ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA