ἀψηφισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψηφισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀψηφισιˬὰ ἡ, ἀψηφισία Σύμ Τσακων. ἀψηφισιˬὰ σύνηθ. ἀψηφισκιˬὰ Μεγιστ. ἀψηφ’ὰ Ἴμβρ. ἀψηφισὰ πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀψήφιστος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἀδιαφορία, ἀμεριμνησία, νωθρότης σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ἡ ἀψηφισιˬά του δὲ λέγεται σύνηθ. 2) Τόλμη, θράσος Σύμ. 3) Ἀδιακρισία, ἀπείθεια Κάρπ. Μεγίστ. 4) Ἀπροσεξία Κύθν.: αὐτος ἔχει πολλὴ ἀψηφισιˬά. 5) Περιφρόνησις σύνηθ.: Ἀψηφισιˬὰ τοῦ πλούτου-τῶν μεγαλείων Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA