ἀρρωστυνέσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρωστυνέσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρρωστυνέσκω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -υνέσκω.
Σημασιολογία
Ἀσθενῶ: Τοῦτο τὸ παιδὶ οὕλο μοῦ ἀρρωστυνέσκει. Ἄλλοτες ὅλο ἀρρωστύνεσκα. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ ἀσθενῆ: Μὲ τοὶς φωνές σου τὸν ἀρρωοτυνέσκεις πεˬὸ πολύ. Συνων. ἰδ. ἐν λ. ἀρρωστῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA