ἀψήφιστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψήφιστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀψήφιστα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀψήφ’στα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀψήφιστος.

Σημασιολογία

1) Χωρὶς σοβαρὰν σκέψιν, ἀπερισκέπτως κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Φρ. Τὸ πῆρε ἀψήφιστα (δὲν τὸ ἐσκέφθη σοβαρῶς, τὸ ἠμέλησε) κοιν. 2) Ἀφόβως, θαραλέως σύνηθ.: Δὲν εἶχε ἄνθρωπο ᾿ς τὸ καράβι... ποῦ τὸ μάτι του σὲ κρίσιμη ὥρα ν᾽ ἀγναντεύῃ τὴ θάλασσα πεˬὸ ξέθαρα, πεˬὸ ἀψήφιστα ΓΨυχάρ. Ζωὴ κι ἀγάπ. 7 || Ποίημ. Ἡ δόξα εἶναι τὸ μέγα ἔλατο ποῦ στέκει καὶ ἀψήφιστα καλεῖ τὀ ἀστροπελέκι ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 119.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/