ἀψηφῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψηφῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀψηφῶ κοιν. καὶ Καππ. (Σίλ.) ἀψ’φῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀψηφοῦ Πελοπν. (Λακων.) ἀψηφάω σύνηθ. ἀψ’φάου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄψηφος.
Σημασιολογία
Δὲν λαμβάνω ὑπ᾿ ὄψιν, ἀμελῶ, περιφρονῶ ἔνθ’ ἀν.: Ἀψηφῶ τὸν κίνδυνο-τοίς φοβέρες του-τὴ ζωή μου κττ. Ἀψήφησε τοὶς συμβουλὲς τῶν γονεˬῶν του. Τ’ ἀψήφησε ὅλα κοιν. || Παροιμ. Σ᾽ ἄκουσα καὶ ἵδρωσα, σὲ εἶδα καὶ σ᾿ ἀψήφησα (ἐπί ἀνθρώπων τῶν ὁποίων ἡ φήμη εἶναι ἀνωτέρα τῆς ἀξίας των) Πελοπν. (Γορτυν.) || Γνωμ. Ὅπο͜ιος τὸν ἄλλο περιγελᾷ δείχνει πῶς τὸν ἀψηφᾷ ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 219, 615 || Ποίημ. Χαίροντας ’ς τ’ ἀνεμόβορο, τὸ δρόλαπα ἀψηφῶντας ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 20.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA