γιˬαπὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαπὶ

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

γιˬαπὶ τό, σύνηθ γιˬαπ-ὶν Ἀστυπ. Λέρ. Νίσυρ. Τῆλ. ᾽ιˬαπὶ Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Μακεδ. (Δρυμ. Κοζ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬαποὺ Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ (Κοτύωρ.) γιˬαπ-οὺ Μεγίστ. γιˬαπὴ ἡ, Πόντ. (Χαλδ.) Πληθ. γιˬαπούδιˬα τά, Καππ. (Φλογ.) γιˬαπούζιˬα Καππ. (Φλογ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yapi = οἰκοδόμημα.

Σημασιολογία

1) Οἱαδήποτε οἰκοδομὴ εἰς τὸ ἀρχικὸν στάδιον τῆς κατασκευῆς της, ὁ σκελετὸς ἀνεγειρομένης οἰκοδομῆς σύνηθ. Δουλεύει σὲ γιˬαπί. Ἀκόμη εἶναι γιˬαπὶ τὸ σπίτι σύνηθ. Οὔτε ἀbέλια ἔσκαβαν οὔτε γιαπιὰ δούλευαν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Φέτου τὰ γιˬαπιˬὰ εἶναι λίγα, δὲν ἔχ᾽ ἡ κόσμους παρᾶδις Λέσβ. (Πάμφιλ.) Τὸ σπίτι γιˬόμισε σκόνες μὲ τὸ καρσινὸ γιˬαπὶ (καρσινὸ = ἀντικρινὸν) Ἰων. (Σμύρν.) Πουλλοὶ dουβαρτζῆδις εἶνι ’ς τοὺ γιˬαπὶ (dουβαρτζῆδις = κτίσται) Μακεδ. (Γαλατ.) Ἄ θέλῃ ὁ Θεός, πότε θὰ βάλετε τὸ ᾽ιˬαπί; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οἱ πέτρες, τὸ χῶμα, ὁ ἀσβέστης, οὕλα εἶναι ἕτοιμα γιˬὰ νὰ bῇ bρὸς τὸ γιˬαπὶ Κρήτ. (Μαλάκ.) || Φρ. Ἄνοιξε γιˬαπὶ (ἄρχισε νὰ οἰκοδομῇ οἰκίαν, καὶ μεταφ. ἐπὶ ἐπιχειρήσεως, ἀσθενείας κ.λπ., ἡ ὁποία παρουσιάζει ἐξ ἀρχῆς δυσκολίας) Κρήτ. Συνών. φρ. ᾌνοιξε ἐργολαβίες || ᾎσμ. Καὶ τοὺ γιˬαπὶ ποὺ φκε͜ιάνουμι, πέτρα κὶ χῶμα νὰ μὴν ἄραγ’στῇ, ξύλου, καρφὶ νὰ μὴ ξικαρφουθῇ Μακεδ. (Γαλατ. Σιάτ.) Συνών. χτίρι. β) Οἱονδήποτε πρόχειρον οἰκοδόμημα ἐνιαχ. γ) Τὸ περὶ ἀνεγειρομένην οἰκοδομὴν ξύλινον ἰκρίωμα, οἱ σκαλωσιὲς Λεξ. Δημητρ. δ) Τοῖχος, μανδρότοιχος Α. Ρουμελ (Καβακλ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Κοζ.) 2) Τὸ κτίσμα τοῦ μύλου Μακεδ. (Βόιον). 3) Τὸ ξύλινον δοχεῖον διὰ τοῦ ὁποίου μεταφέρεται ἡ χρησιμοποιουμένη διὰ τὴν οἰκοδόμησιν λάσπη ἢ τὸ ἀσβεστοκονίαμα. Κῶς. 4) Μεταφ., ἡ φυσιογνωμία, ὁ χαρακτὴρ Μακεδ. (Βλαστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/