ἀνοστίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοστίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνοστίζω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀνουστίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀνοστῶ Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνοστος. Ἡ λ. καὶ ὁ τύπ. ἀνοστῶ καὶ ἐν Ἐρωτοκρ.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τι ἀηδές, ἐπὶ ἐδεσμάτων σύνηθ.: Τὸ πολὺ νερὸ ἀνοστίζει τὴ σούππα-τὸ φαεῖ κττ. σύνηθ. Κἄτι τοῦ ᾽βαλε; τοῦ φαγητοῦ καὶ τ᾿ ἀνόστισες Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνοστένω 1. Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι ἀηδής, ἄνοστος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ.): Ἀνόστισε τὸ φαεῖ σύνηθ. Πολυβρασμένο τὸ γάλα ἀνοστίζει Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Ἀνόστισε τὸ πρᾶμα (ἐπὶ ὑποθέσεως περὶ τῆς ὁποίας ἔχει γίνει μακρὰ συζήτησις). β) Ἀποβάλλω τὸ αἴσθημα τῆς γεύσεως Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀνόστ’σι τοὺ στόμα μ᾿ ἀπὸ τ᾿ν ἀρρώστια. 2) Εὑρίσκω τι ἀηδές, ἀηδιάζω τι Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων): Ἐδὰ ᾿ς τὰ γεράματα σ᾽ ἀνόστισεν ἡ γυναῖκα σου Κρήτ. Τὸ ἀνόστισα τὸ φαεῖ Λακων. Συνών. ἀηδιάζω, σιχαίνομαι. 3) Μεταφ. καθιστῶ τινα ἄχαριν, ἀηδῆ Κρήτ.: Αὐτὸ τὸ φουστάνι σ᾽ ἀνοστίζει. Ὄμορφη ’ν’ αὐτή, μόνο τὴν ἀνοστεῖ ἡ μὑτι τση. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β1358 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κι ἀνόστιζέν τση τον πολλὰ μὲ πονηριὰ μεγάλη». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνοστένω 2. Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι ἄχαρις Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Χίος: Ἐνόστισες, καηˬμένε! Χίος Ἀνόστισε ἡ κόρη ὅταν μεγάλωσε Ἀρκαδ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Ε 448 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ μέσα τση λογιάζει | νὰ τ’ἀνοστήσῃ τοῦ γαμπροῦ, νὰ μὴν τηνε πειράζῃ».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/