ἅψι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅψι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἅψι ἡ, σύνηθ. ἅψι Σκῦρ. ἅψ’ βόρ. ἰδιώμ. ἅψα Ρόδ. –Λεξ. Δημητρ. ἄσπα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) ἄτ-τσα Καλαβρ. (Μπόβ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἅψις. Τὸ ἅψα ἐκ τοῦ πληθ. ἅψες, ὡς ἐκ τοῦ ζέστες τὸ ζέστα κττ. Τὸ ἄσπα κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων τοῦ ἅπσα.
Σημασιολογία
1) Καῦσις, θερμότης, ἔξαψις ἔνθ’ ἀν.: Μεσημεριˬάτικη ἄψι. Ἡ ἅψι τῆς φωτιˬᾶς-τοῦ φούρνου-τοῦ μεσημεριˬοῦ κττ. Εἶναι ἀπάνω ᾿ς τὴν ἅψι του τὸ σίδερο σύνηθ. Μοῦ ᾽ρθε μιˬὰν ἅψι Κρήτ.: Παροιμ. φρ. Ἐδά ’χει ὁ φοῦρνος τὴ bυρὰ κιˬ ὁ κόλος σου τὴν ἄψι (ἐπὶ βιαστικοῦ) αὐτοθ. β) Εἶδος ἐρεθισμοῦ τῶν μαστῶν καὶ ποδῶν τῶν αἰγῶν Καλαβρ. Μποβ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Πβ. σύγκαμα. 2) Ἀκμὴ Ρόδ. Σκῦρ. Χίος: Τώρα ποῦ ’ναι ἡ ἅψι τοῦ καλοτσαιριˬοῦ εἶναι τσαὶ πολλὴ-ν-τζέστη Χίος. Οἱ σ’τσὲς ’έναι ᾽ς τ’ν ἅψι τ’νε (εἰς τὰς ἡμέρας καθ’ ἅς ὡριμάζουν περισσότερα σῦκα) Σκῦρ. || Γνωμ. Κάθε πρᾶμα εἶναι ᾽ς τἠν ἅψα του Ρόδ. 3) Δριμὺ ψῦχος Κάρπ.: Ἅψιν ἔχει και σποῦν τὰ γυˬαλιˬά. ‖ Φρ. Ἅψι νά ’ρτῃ καὶ νὰ κάψῃ. 4) Ὀξύτης, δριμύτης Λεξ. Δημητρ.: Τὸ μέλι ἔχει πάρει ἅψα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA