ἀψιˬάκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψιˬάκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψιˬάκωτος ἐπίθ. ἐνιαχ. ἀψιˬάκουτους Ἴμβρ. ἀψάκωτος Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψιˬακωτὸς<ψιˬακώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δηλητηριασθείς. Συνών. ἀφαρμακευτος 1. ἀφαρμάκωτος, ἀψαμίκωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA