ἀρσενικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσενικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρσενικὸ τό, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀρσενικόν.

Σημασιολογία

Αἱ ἑξῆς ἐνώσεις τοῦ ᾶρρενικοῦ 1) Τὸ ἀρσενικὸ ἄσπρο, τριοξείδιον ἀρρενικοῦ τῆς χυμείας (Αs2 O3) χρήσιμον πρὸς δηλητηρίασιν τῶν ποντικῶν καὶ κατὰ τῆς ψωριάσεως. Συνών. ποντικοφάρμακο. 2) Αἱ τῆς ὀρυκτολογίας σανδαράκαι,ἤτοι ἡ κιτρίνη σανδαράκη, τὸ τριθειοῦχον ἀρρενικὸν (As2S3), τὸ ἀρρενικὸν τῶν ἀρχαίων καὶ ἀρσενικὸν κίτρινον ἢ σχιστὸν τῶν μεταγενεστέρων (’Ορνεοσόφ. ἔκδ Hercher σ. 525) χρήσιμον ὡς ψιλωτικὸν (καὶ μετ’ ἁσβέστου ρουσμᾶς συνήθως λεγόμενον) καὶ ἡ ἐρυθρὰ σανδαράκη, τὸ διθειοῦχον ἀρρενικὸν (As2S2), ἡ τῶν ἀρχαίων σανδαράκη, τὸ μεσαιωνικὸν ἀρσενίκιν κόκκινον (Ὀρνεο. σοφ ἔνθ’ ἀν. καὶ Ἱερακοσόφ. 444). 3) Ἀρσενικοῦχοι σκευασίαι ὡς ἀντιπυρετικὰ φάρμακα. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/