γαιˬδουραναθρεμμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬδουραναθρεμμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαˬιδουραναθρεμμένος ἐπίθ. σύνηθ. γααρονεθρεμ-μένος Κῶς.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐπιθ. γαιˬδούρι καὶ ἀναθρεμμένος μετοχ. τοῦ ρ. ἀναθρέφω.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ἀνατροφὴν οἱονεὶ γαϊδάρου, γαιˬδουράνθρωπος, ὃ ἰδ.: Εὐτὸς ᾿ὲν εἶναι-ν-ἄθ-θρωπος, εἶναι-ν-γααρονεθρεμ-μένος Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/