ἀρσενικοθήλυκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρσενικοθήλυκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρσενικοθήλυκος ἐπίθ. κοιν. ἀρσενικοφήλυκος Κύθν. Πάτμ. Πελοπν. (Λακων.) Σίφν. κ.ἀ. ἀρσινικοθήλυκος Κύπρ. Ρόδ. ἀρσινικουθήλυκους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρσε’κοφή’κος Πάρ. (Λεῦκ.) ἀρσι’κουθή’κους Θεσσ. Λέσβ. Μακεδ. κ.ἀ. ἀρσινουθή’κους Λέσβ. ἀρτινικοχήλυκος Κύπρ. ἀρτινικοθήλυκο Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ἀρτινικοφήλυκο Καλαβρ. (Κοντοφ.) ἀσερνικοθήλυκος Κρήτ. κ.ἀ. σερνικοθήλυκος Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βασαρ. Τριφυλ.) κ.ἀ. σιρνικουθή’κους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Βλάστ.) Σάμ. σαρνικοφήλυκος Εὔβ. (Κονίστρ.) σιˬαρν’κουθή’κους Μακεδ. σιρκουθή’κους Ἤπ. Θρᾴκ. (Σουφλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἀρσενικὸς καὶ θηλυκός. Τὸ ἀσερνικοθήλυκος καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀρσινουθή’κους ἐκ τοῦ θέμ. ἀρσεν-, εὕρηται δὲ καὶ παρὰ Βλάχ. ἀρσενοθήλυκος.
Σημασιολογία
1) Ὁ φαινόμενος ὅτι ἔχει φύσιν ἄρρενος καὶ θήλεος, ἀρρενόθηλυς, ἑρμαφρόδιτος κοιν. καὶ Καλαβρ. (Κοντοφ. Χωρίο Βουν.) Συνών. θηλυκαρσένικος. Πβ. ἀρσενικάρις 2. 2) Θηλ., ἀνδρική, ἀρρενωπή, ἐπὶ γυναικὸς ἐχούσης συμπεριφορὰν καὶ τρόπους εἰς ἄνδρα ἁρμόζοντας σύνηθ.: Αὐτὴ εἶναι ἀρσενικοθήλυκη. Συνών. ἀρσενίκω. Πβ. ἀρσενίκουλλας. 3) Οὐδ. πληθ. σερνικοθήλυκα οὐσ., παιδία καὶ κοράσια ὁμοῦ Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA