γιˬαπρακάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαπρακάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαπρακάκι τό, Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.). Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαπράκι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Συνήθ. κατὰ πληθ., γιˬαπράκι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Κόψε ἀπὸ τὴ gρεββατ-ήμ-μας δυὸ-τρία φυλλαράκια ’ὰ κάουμε γιαπρακάκια (gρεββατ-τήμ-μας = κληματαριά μας) Σύμ. Μάζωξα καμπόσα λαπατόφυλλα γιὰ νὰ φκειάσω γιˬαπρακάκια Γαργαλ. Τὰ τρώει τὰ γιˬαπρακάκιˬα μένα ὁ Γληγόρης μου Βάλτ. Συνών βλ. εἰς λ. γιˬαπράκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/